Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νικάεις — νικάεις, εσσα, εν (Α) (δωρ. τ.) βλ. νικήεις … Dictionary of Greek
νικήεις — νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, εσσα, εν (Α) αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek